- επιφύομαι
- (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, -ομαι]1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι αὐτό», Αριστοτ.β. «ταῑς τε ψυχαῑς παραπλησίως τοιαῡται πολλάκις ἐπιφύονται μελανίαι καὶ σηπεδόνες», Πολ.)2. ιατρ. (η μτχ. παρακμ. τού επιφύομαι) ἐπιπεφυκώς (ενν. υμένα)ο λεπτός και διαφανής βλεννογόνος υμένας που καλύπτει την επιφάνεια τού βολβού τού οφθαλμού (βολβικός επιπεφυκώς) και την εσωτερική επιφάνεια τών βλεφάρων (βλεφαρικός επιπεφυκώς)μσν.1. φυτρώνω («κάλαμοι ἐπεφύοντο εἰς ὕψος...», Διγεν. Ακρ.)2. μτφ. γεννιέμαι, δημιουργούμαι («φθόνος ἐπιφύεται τοῑς τὸ καλὸν ἀσκοῦσι», Κ. Μανασσ.)3. εμφανίζομαι για να αμφισβητήσω κάτιαρχ.1. ενεργ. ἐπιφύωσυντελώ στην αύξηση κάποιου, αυξάνω, κάνω να φυτρώσει επί πλέον («δοκεῑ ἡ ἀνδράχνη... ἐπιφύειν ἀεὶ τοὺς ἀκρέμονας», Θεόφρ.)2. παθ. α) ἐπιφύομαιαυξάνομαι, φυτρώνω επάνω σε κάτι («τὸ δὲ σῆμά ἐστι ἔσω ἐς τὸ Ἀρτεμίσιον ἐσιόντι ἀριστερῆς χειρός, ἐπιπέφυκε δὲ οἱ ἐλαίη», Ηρόδ.)β) εμμένω, είμαι στενά προσκολλημένος σε κάτι («τῶν τοιούτων ἐπιλαβόμενος οὐδὲν ἂν παρέλειπε Τίμαιος, ἀλλ’ ἀπρὶξ τὸ δὴ λεγόμενον ἀμφοῑν τοῑν χεροῑν ἐπέφυ», Πολ.)γ) μτφ. προσκολλώμαι («οἷον κῆρες ἐπιπεφύκασιν», Πλούτ.)δ) αναφαίνομαι, ξεπροβάλλω, παρουσιάζομαι για πρώτη φορά («νομίζων, ἔτη τρία καὶ τριάκοντα πρωτεύοντος αὐτοῦ, δεινὸν εἶναι τὴν δόξαν ἄμα καὶ τὴν δύναμιν ἐπιφύντα νέον ἄνδρα καθελεῑν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.